- ἀντίστομος
- ἀντίστομος, ον,A drawn up face to face,
διφαλαγγία Ascl.Tact.11.3
, cf. Ael.Tact.37.3, Arr.Tact.29.2, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διφαλαγγία Ascl.Tact.11.3
, cf. Ael.Tact.37.3, Arr.Tact.29.2, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντίστομος — drawn up face to face masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστόμους — ἀντίστομος drawn up face to face masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίστομοι — ἀντίστομος drawn up face to face masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek